φοβίζω

φοβίζω
μετ.
1) пугать, страшить; 2) угрожать, грозить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φοβίζω" в других словарях:

  • φοβίζω — φοβίζω, φόβισα, φοβισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φοβίζω — ΝΑ [φόβος] προξενώ φόβο νεοελλ. 1. προξενώ ανησυχία 2. απειλώ, φοβερίζω («νομίζεις ότι μέ φοβίζεις ουρλιάζοντας;») …   Dictionary of Greek

  • φοβίζω — φόβισα, φοβισμένος 1. μτβ., προκαλώ φόβο, προξενώ ανησυχία: Τον καπετάνιο δεν τον φοβίζουν οι φουρτούνες. 2. απειλώ, φοβερίζω: Μη φοβίζεις το παιδί με τον μπαμπούλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοβίσω — φοβίζω terrify aor subj act 1st sg φοβίζω terrify fut ind act 1st sg φοβίζω terrify aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβιζομένοις — φοβίζω terrify pres part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοβίζων — φοβίζω terrify pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφόβισεν — φοβίζω terrify aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτοώ — (AM καταπτοῶ, έω) προξενώ μεγάλο φόβο σε κάποιον, κατατρομάζω, φοβίζω, κάνω κάποιον να δειλιάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτοῶ «φοβίζω, τρομάζω κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • μελιττοπηχώ — μελιττοπηχῶ, έω (Α) φοβίζω τις μέλισσες χτυπώντας μεταλλικούς δίσκους, για να συγκεντρώσω το σμήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. τού μελιττο πτηχῶ (< μέλιττα + πτήσσω «φοβίζω, πτοώ»)] …   Dictionary of Greek

  • συμφοβώ — έω, Α 1. φοβίζω επίσης 2. παθ. συμφοβοῡμαι, έομαι φοβάμαι συγχρόνως («προσπεσόντων αὐτῶν ξυνεφοβήθη καὶ ἡ πρώτη φυλακή», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φοβῶ «φοβίζω»] …   Dictionary of Greek

  • φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»